- εὐτολμία
- εὐτολμ-ία, ἡ,A courage, boldness, E.Med.469, Arist.Rh.Al.1423b3, VV1250b5: pl., D.S.17.10, Ph.2.382.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐτολμία — εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc/acc dual εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίᾳ — εὐτολμίαι , εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτολμία — η (ΑΜ εὐτολμία) [εύτολμος] μεγάλη τόλμη, μεγάλη γενναιότητα, μεγάλο θάρρος, μεγάλο ψυχικό σθένος … Dictionary of Greek
εὐτολμίας — εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem acc pl εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαι — εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαν — εὐτολμίᾱν , εὐτολμία courage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαις — εὐτολμία courage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία … Dictionary of Greek
ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԷՅԱՆԴԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 458 Chronological Sequence: 6c գ. εὑτολμία confidentia Գեղեցիկ յանդգնութիւն, կամ գովելի համարձակութիւն. քաջ վստահութիւն առաքինաց. *Հետեւեալ լինի արիութեան բարէյանդգնութիւնն. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)